- εκστατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που βρίσκεται σε έκσταση.2. κατάπληκτος, εμβρόντητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐκστατικός — inclined to depart from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… … Dictionary of Greek
ἐκστατικά — ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc pl ἐκστατικά̱ , ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc/acc dual ἐκστατικά̱ , ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικώτερον — ἐκστατικός inclined to depart from adverbial comp ἐκστατικός inclined to depart from masc acc comp sg ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικῶν — ἐκστατικός inclined to depart from fem gen pl ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικόν — ἐκστατικός inclined to depart from masc acc sg ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικαί — ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικοῖς — ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικοί — ἐκστατικός inclined to depart from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκστατικοῦ — ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)